πρεμνοφυής

πρεμνοφυής
-ές, Ν
(για δέντρα και δάση) αυτός που έχει σχηματιστεί από αναβλαστήματα πρέμνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνο + -φυής (< φύω / φύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ν. Χλωρό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”